πολεμάρχιον

πολεμάρχιον
πολεμαρχέω
to be polemarch
imperf ind act 3rd pl (doric)
πολεμαρχέω
to be polemarch
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολεμάρχειος — ον, ουδ. και εῖον και πολεμάρχιον, Α [πολέμαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολέμαρχο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολεμάρχειον ή πολεμαρχεῖον ή πολεμάρχιον η κατοικία τού πολεμάρχου …   Dictionary of Greek

  • πολεμαρχείον — ή πολεμάρχιον, τὸ, Α βλ. πολεμάρχειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”